- δωροδοτης
- δωροδότηςδωρο-δότης
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δωροδότας — δωροδότᾱς , δωροδότης giver of presents masc acc pl δωροδότᾱς , δωροδότης giver of presents masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντοδωροδότης — ὁ, Μ φρ. «παντοδωροδότης θεός» ο θεός που δωρίζει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + δωροδότης] … Dictionary of Greek